Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

ΦΥΣΗΞΕ ΜΙΑ ΑΞΑΦΝΗ ΠΝΟΗ ΚΙ ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΓΙΝΕ ΠΕΡΑΣΜΑ ΟΝΕΙΡΩΝ

 Εκείνη την εποχή

που δεν υπήρχε στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η μέρα ήτανε ένα δάσος ακίνητο με κάκτους άσπρους και σύρματα

κι η γη ήτανε αγέρας σκόνη κι όνειρα πύρινα

εκείνες τις μέρες

που ο ήλιος έτριβε τη ράχη του στην κοιλάδα κατακόκκινος

και ματωμένος ακολουθώντας τα ίχνη ενός ποταμιού που ξεράθηκε

ενώ τα δένδρα με γεροντικές φωνές εστρίβανε κατά το νότο παραμιλώντας για νερό και σύννεφα

εκείνο το καλοκαίρι

που εγώ κάτω απ’ το μάτι του μεσημεριού συργιάνιζα διψασμένος κι έρημος

σαν την πεντάρα στο κουτί του ζητιάνου

πάνω στο απόμερο οικόπεδο με τα πυρωμένα χορτάρια και τα σκουπίδια

που άστραφταν σαν παραμυθένια στολίδια ανάμεσα στα ξανθά και σκούρα χώματα

ένας ίσκιος λιγνός κινήθηκε προς το μέρος μου

φύσηξε μια άξαφνη πνοή κι όλος ο τόπος έγινε πέρασμα ονείρων

εσωτερικό ενός τεράστιου όργανου γεμάτου αντηχήσεις και μουσική.

Αυτός έβγαλε το καπέλο του και χαιρέτησε.

Εμένα με λένε Μαξ είπε ο Μαξ

άκουσα να μιλάνε για σένα όπως μιλάνε για ένα σκυλί

όμως δε μοιάζεις με σκυλί

πιο πολύ μοιάζεις με πόδι ανθρώπου

νομίζω πως είσαι το πόδι μου

είπε ο Μαξ.

Εγώ σώπαινα στεναχωρημένος.

Είναι καλύτερα να μοιάζεις με πόδι είπε ο Μαξ

τα πόδια είναι πιο ανήσυχα από τα μάτια

τρίβονται με τη γη κουράζονται μαθαίνουν

γι’ αυτό μην πικραίνεσαι για τίποτα μην πικραίνεσαι

μου μίλησαν για σένα όπως μιλάνε για ένα σκυλί.

Ο Μαξ σώπασε μα η μουσική που ήταν γύρω τίποτα δε σταματούσε.

Έβγαινε από παντού.

Εκείνος δεν άκουγε – νομίζω η μουσική δεν ακούει τον εαυτό της.

Πάμε ωστόσο πιο εκεί στο δένδρο

αγαπώ τα δένδρα είπε ο Μαξ

τότε το δένδρο από σκούρο έγινε καταπράσινο

έδωσε φύλλα και δροσιά

πιο πέρα ανάβλυσε μια πηγή

ο Μαξ δρόσισε το πρόσωπό του

ύστερα πήρε νερό στις φούχτες και ήπιε

ύστερα πήρε νερό ξανά και μου ’δωσε να πιω

πιες σκύλε να ξεδιψάσεις    είπε τρυφερά.

Καθώς έπινα ξανάκουσα εκείνη τη μουσική

σκέφτηκα η μουσική είναι στο νερό.

Αγαπώ τις πηγές είπε τότε ο Μαξ

συνήθως είναι ευχάριστες

το νερό πηγαίνει ανάμεσα στο χορτάρι

ανάμεσα στο χώμα ανοίγοντας το ρεύμα του

στρίβοντας εδώ ή εκεί ν’ αποφύγει τις πέτρες

ύστερα χάνεται μέσα στη γη   είπε ο Μαξ

όλα πηγαίνουν κάτω.

Έτσι γνώρισα το Μαξ.

(Πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΞ 1956. Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτή τη συλλογή από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1951-1964, Εκδόσεις Ερμής – Κατακλείδα το σχόλιο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την πρώτη αυτή συνθετική δουλειά του Σινόπουλου όπου ο Αφηγητής – σκύλος – συνομιλώντας γνωρίζει τον Μαξ – Ποιητή… Ο Μαξ είναι καθρέφτης του αφηγητή και ταναπαλιν… Το σπάσιμο του ποιητικού εγώ σε δύο εξυπηρετεί τη σκηνοθεσία – τη μεταμφίεση – ων ιδεών και την πειστική, μέσω μιας υποτυπώδους δράσης, κοινολόγησής του… )

 


ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΚΑΘΑΡΟ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΞ 1956)

Την άλλη μέρα ο Μαξ ήρθε ξανά πατώντας τα σκουπίδια.

Υπάρχουνε είπε  Μαξ πολλές πληγές

γι’ αυτό το χέρι να ’ναι καθαρό

που θα περάσει επάνω.

Κοίταξε αυτούς που περπατούν

ποιο πόδι μπαίνει εμπρός    ή ποιο διστάζει

βαστώντας το κορμί σε φόβο.

Γιατί είμαστε σε φόβο είπε ο Μαξ

μιλάμε μόλις μας ακούν

στεκόμαστε μακριά απ’ το φως

σε τούτη τη γωνιά της κάμαρας

κοιτάμε απ’ το παράθυρο

τι πρόσωπο έχει αυτός που στέκεται

και τι κινήσεις.

Πράγματα ασήμαντα θα πεις

κουράζεσαι και σκέφτεσαι άλλα

Ύστερα σου ’ρχονται όλα ξαφνικά

δικάζεσαι για φόνο.

Γι’ αυτό τα μάτια σου να τα ’χεις ανοιχτά

να ’σαι συγκεκριμένος

αν τύχει κάποιος που διψά

να λες η βρύση αυτή που κείται εκεί

κι ο άλλος να νιώθει τη δροσιά.

 

Την ίδια νύχτα κάτω από το ξάστερο ουρανό

ο Μαξ είπε για τη νύχτα.

Η νύχτα είναι τα μυστικά των ανθρώπων

που βγαίνουν να δροσιστούν.

Τη νύχτα ο πόνος των ανθρώπων

ρίχνει τον ίσκιο του στον ουρανό.

Εγώ ανήκω στη νύχτα είπε ο Μαξ

στο αστεροφώτιστο βασίλειο του αινίγματος

είμαι διαυγής και ήσυχος ωστόσο

είμαι πάμφωτος

νιώθω τη νύχτα να ’ναι το κορμί μου

είπε ο Μαξ

κι υποφέρω.

 

ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΟΜΙΣΑ ΠΩΣ ΑΚΟΥΓΑ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Είναι τα δένδρα που ανασαίνουν είπε ο Μαξ

μεταμορφώνονται σε σύννεφα

πολλές μεταμορφώσεις γίνονται

μέσα στη νύχτα

κι άξαφνα σταματάει η καρδιά.

Έλα στο σπίτι μου είπε τότε ο Μαξ

Καθότανε στην άλλη συνοικία

είχε πολλές οικοδομές

κι ανάμεσα φωνές γυναικών.

Εκεί στο απέναντι οίκημα καθότανε

και το κορίτσι που αγαπούσα τότε

που με κοίταζε γλυκά και μου ’λεγε δεν την καταλαβαίνω την αγάπη

σου μπαίνει από την πόρτα μου πώς μπαίνει ο αέρας στο λαιμό

και φέρνει βήχα.

Μ’ αρέσεις μα η καρδιά μου είναι ψηλά.

Και τώρα φύγε ο ίσκιος σου μου κόβει τα όνειρά μου.

Ήταν μια πείνα μέσα της γλυκιά σαν πυρετός πάνω σε χιόνι

τρελή σαν το τζουλούφι που το παίρνει ο αέρας.

Εκεί λοιπόν καθόταν ο Μαξ

μονάχος σε μια τεράστια κάμαρη

γεμάτη πόρτες και παράθυρα.

μια κάμαρη με τοίχους και καρέκλες ήσυχες

γύρω τριγύρω λάφυρα

προβιές και κύπελα κι άλλα παράξενα

που μέσα τους γυρόφερνε μια αμέριμνη γαλήνη.

Στη μέση αρμένιζε άσπιλος ο Μαξ

φτωχότερος κι από τη φούχτα του καλόγερου

μια άγρια φτώχεια πανύψηλη

καθώς είναι οι κορυφές των δασών

όταν περνάνε τα πουλιά και πάνε στο νότο.

Ο Μαξ είπε

είμαι έξω από τη σφαγή των αμνών και των λύκων

πολλές φορές περπάτησα πάνω στο τεντωμένο σκοινί

και κάτω ήτανε χιόνι

αν έπεφτα το χιόνι θα γινόταν κόκκινο

δε συμπαθώ το κόκκινο    μήτε το μαύρο

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΞ 1956]

 

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΑΠΕΡΑΝΤΑ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΧ 1956)

Κάθε φορά που συλλογίστηκα πάνω στα χρώματα

πήγαινα με το πράσινο.

Έτσι μιλούσε ο Μαξ και γινόταν δροσερός σαν εσωτερικό καρπού.

Μες στη φωνή του Μαξ υπήρχε ένα μικρό φαναράκι

που πιτσίλιζε τα λόγια του με σταλαγματιές ησυχίας.

Γιατί ο Μαξ πίστευε στο πράσινο

πίστευε στην οργιαστική βλάστηση του μέλλοντος.

Είχε στο παραθύρι του ένα μικρό γεράνι ένα μικρό πράσινο φως κι εκεί κάρφωνε τρυφερά τα μάτια του.

Όταν θα γίνουν όλα απέραντα    είπε ο Μαξ

όταν κανείς δεν θα ’ναι ιδιοκτήτης

και γυρίζοντας άξαφνα σε μένα

ονειρεύομαι όπως ονειρεύεται το κορίτσι που αγαπάς    είπε ο Μαξ

κάθε πρωί τη βλέπω που χτενίζεται

ύστερα προσπαθεί να πηδήξει τον ίσκιο της πολιτείας

μπερδεύεται και γελάει.

Η καρδιά μου σκιρτούσε οδυνηρά σκεφτόμουν τι σημασία έχουν όλα αυτά.

Μα εσύ μη λησμονήσεις ν’ αγαπάς    είπε ο Μαξ

η αγάπη σε κάνει να ’σαι σαν όργανο με εκατομμύρια χορδές

ή σαν τοπίο.

Μ’ αρέσουν τα τοπία    είπε ο Μαξ

κι άγγιξε με το χέρι του τον ώμο μου.

Τότε ήρθε πάλι εκείνη η μουσική

σκέφτηκα θα ’ναι ο αέρας.

Μαξ του είπα μείνε με τα όνειρά σου

εμένα άσε με να φύγω   να πάω με τα δικά μου όνειρα

τα σκυλίσια μου όνειρα σ’ ένα τενεκέ σκουπιδιών.

Τότε ο Μαξ δάκρυσε

δάκρυσε για μένα.

Σ’ αγαπώ σκύλε είπε

η φωνή σου είναι γεμάτη βροχές.

 

ΑΚΟΥΣΕ ΤΩΡΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Μια νύχτα η Νύχτα πήγε να βρει τον αγαπημένος της στο δάσος

μα δεν τον βρήκε πουθενά.

Δάκρυα τη βρέχανε όσο έψαχνε και φώναζε

κι όταν ξημέρωσε κι η νύχτα εχάθη

η Νύχτα έγινε ένα με τον αγαπημένο της στην απουσία.

Η αγάπη είναι απουσία    είπε ο Μαξ.

 

Έτσι ο Μαξ είχε μες το λαρύγγι του κρυμμένο έναν κορυδαλλό

για να γλυκαίνει τον πόνο των ανθρώπων που αγαπούσε

μια φούχτα τριζόνια στην τσέπη του για τις νύχτες των ερωτευμένων.

Οι αντίλαλοι που φώλιαζαν στο κορμί του ποτέ δεν έπαυαν.

Κάθε Χριστούγεννα έριχνε χιόνι στα παράθυρα των Ποιητών

για να γράφουν ποιήματα    είπε ο Μαξ.

Οι Ποιητές πρέπει να γράφουν ποιήματα

γιατί άξαφνα πεθαίνουν    είπε ο Μαξ.

Μιλούσε και γινόταν διάφανος

νόμιζα πως μπορούσε να περπατήσει

απάνω στο νερό της θάλασσας

ίσκιος πουλιού    αέρας.

Γιατί ήτανε πρωί

από τα πλευρά της θάλασσας πηδούσαν ψάρια

το άσπρο και το πράσινο δεν σταματούσαν

ο Μαξ χαιρόταν τη σιωπή

κρατούσε το καπέλο του στο χέρι και χαιρέταγε τη θάλασσα.

Όλα εδώ πέρα είναι αλμυρά κι ευχάριστα    είπε ο Μαξ

η άμμος φεύγει με το πάτημα

όλα φεύγουν κι ενδίδουν

όπως     σώματα των γυναικών τις νύχτες του Ιουνίου.

Πιο πέρα το χώμα ήτανε σκούρο σπίθιζε πέτρες θεμελιωμένες

αντιστεκόταν ερχόταν ξανά η ώρα του ήλιου και της δίψας.

Όμως εγώ είπε ο Μαξ είμαι αρχιτέκτων

χρόνια και χρόνια δούλεψα με τη σιωπή

έχτισα ανάμεσα στη βλάστηση

σπίτια που έμοιαζαν με χαμόγελα

κατοικίες ελαφρές που κράταγαν τον κάτοικο απ’ τη ψυχή

έχτισα κι άλλα οικοδομήματα

που δίνανε τη ζεστασιά της γης

σα να μιλούσαν ή να κοίταζαν τις πράξεις των ανθρώπων

ακόμη κι άλλα που έμοιαζα άσπρα

σύντροφοι της νύχτας και με δροσίζουν.

 

Αυτά είπε ο Μαξ κι εγώ απορούσα

γιατί ήταν αρχιτέκτων ο Μαξ

πολλές φορές χανόταν στις οικοδομές

ύστερα εκείνες αύξαιναν με μια παράξενη λαπρότητα.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΞ 1956]

 

Ο ΜΑΞ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ (από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΧ 1956)

Σχεδίαζε τώρα ως την έσχατη λεπτομέρεια οικοδομήματα χιμαιρικής τελειότητας

αλλά και μιας ασύλληπτης τρυφερότητας για την ψυχή και τη μοναξιά του ανθρώπου.

Δε θα ’λειπαν  τα κάρβουνα κι ο λύχνος μήτε το παραγώνι κι η φωτιά

τα παλιά ρολόγια κι οι χαμηλές ζεστές γωνιές για τη φιλία και τη σιωπή.

Αυτό πολύ το σκεφτόταν ο Μαξ

δοκιμάζοντας τις δυνατότητες της πέτρας του νερού και του κρυστάλλου.

 

Τώρα ο Μαξ βρισκόταν στην άκρη της κάμαρης

παντού ήτανε φώτα

σα χορεύτριες που ξεκουράζονται φλυαρώντας

παντού ήτανε θαύματα δεμένα το ’να τ’ άλλο με σπάγγους.

Αμίλητος ο Μαξ

έγραφε με το κάρβουνο στον τοίχο

πιστεύω στην καρδιά.

Δάκρυα πολλά τον έβρεχαν

σηκώθηκε η χορεύτρια με το φωτεινό κορμί

τα σκούπιζε ήσυχα κι ο Μαξ δε μιλούσε.

Το βλέμμα του πήγαζε από τους πιο μακρινούς δρόμους της νοσταλγίας και της σιωπής

κι ερχόταν πάνω μου πώς έρχεται ένα παιδί ορφανό νύχτα καιρό μονάχο κι έρημο

στην παγωμένη πλατεία κλωτσώντας πού και που σφυρίζοντας εν-δυο

Κι εγώ την ώρα τούτη συλλογιζόμουν πως ο Μαξ πονούσε αφάνταστα

γιατί πίστευε στην καρδιά    στο αίμα που βουίζει ακατανόητα

ζεστό μέσα σ’ ότι κατορθώνει καμιά φορά να συνάξει η ζωή ενός ολομόναχου ανθρώπου.

Το χέρι του Μαξ το ’βλεπα ν’ αποχαιρετά τώρα εκείνο που πόθησε

και δε στάθηκε βολετό ποτέ του ν’ αποχτήσει

ενώ πίσω απ’ τα δακρυσμένα μάτια του κυλούσε ένας κόσμος ολάκερος

παλεύοντας με το κύμα της μνήμης και της λησμονιάς.

Απογεύματα παγωμένα σε παραθαλάσσια καφενεία

λόγια αντιφατικά σε σπίτι τρέλας

το ρετσίνι που κόλλησε στα δάχτυλα

η βρύση που τρέχει στην κάμαρα του συνταξιούχου

το αριστερό γάντι στο δεξί χέρι

το αναμμένο τσιγάρο βαλμένο ανάποδα

με τη φωτιά στο στόμα

το εκκρεμές στα πόδια του νεκρού

η εφημερίδα στο ακρογιάλι

η βροχή

οι μέρες του 1939

τα γράμματα του 1940

η μυρωδιά του ψωμιού

πάνω στην κοιμισμένη πολιτεία

γιατί ήταν ακόμα πολύ πρωί

οι κάτοικοι δεν είχανε ξυπνήσει για να πάνε στην καθημερινή τους δουλειά

μάλλον εγώ φαντάστηκα πως μες στη νύχτα τούτη υπήρχανε χιλιάδες φώτα

όχι η νύχτα συνεχιζόταν σκοτεινή

το μόνο φως ήτανε η κουβέντα του Μαξ    και τ’ άστρα .

 

Ο ΜΑΞ ΕΙΠΕ ΝΑ Ο ΣΕΙΡΙΟΣ Ο ΠΕΡΣΕΥΣ Ο ΑΛΝΤΕΜΠΑΡΑΝ…

Να η Παρθένος ο Σκορπιός    η κόμη της Βερενίκης.

Πλειάδες Τοξότης ιχθύς Αρκτούρος Κριός

τρυφερά συστήματα των άστρων ασημένιες γειτονιές ανοίγουν ξάφνου εκεί μια πόρτα

χαμογελούν και χαιρετούν και χάνονται μες το σκοτάδι

πόνος κι απόγνωση δε φτάνουν ως εδώ.

Ξάστερη νύχτα ψίθυρος του μισοφέγγαρου στα διάφανα βουνά

ενδιάμεσες σκιές

μια θάλασσα σκιές και φώτα στην ηρεμία της αιωνιότητας

και τα πουλιά

μια θάλασσα πουλιά πάνω στο σκοτεινό γρασίδι

πλάσματα που λάμπουν κι εμπιστεύονται σ’ ό,τι είναι διάστημα κενό κι αέρας.

Κι όχι να πεις τι θα κερδίσεις κι αν ακούσουν και συγκατανέψουν

τίποτα δεν είναι κέρδος όλα έχουνε αφαιρεθεί.

Ο Μαξ ένιωσε τις σκέψεις μου άπλωσε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό μου.

Σκύλε είπε ξανά

μια μέρα όταν θα γίνεις άστρο

όταν η σκόνη σου και τα όνειρά σου θα γίνουν ένα,

 

Όχι, όχι είπε ο Μαξ πιο σταθερά.

Αν χαιρόμαστε για ό,τι αποχτούμε   όσο θλιβόμαστε για ό,τι χάνουμε

αν η ζυγαριά σταθεί ακίνητη

τότε μπορούμε σίγουρα να πούμε πιστεύω στην καρδιά.

Και τώρα πάμε.

Ο δρόμος ήτανε γεμάτος πέτρες σε σωρούς

κι ο Μαξ με κρατούσε από το χέρι να περάσω απέναντι

και να ’βρω πάλι το σκυλίσιο μου κορμί.

Τότε είπε ο Μαξ.

 

Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΕΧΕΙ

το ρούχο σου το αίμα σου

ό,τι σε ποτίζει και σε ζεσταίνει

εγώ είμαι μέσα στο κορμί μου    είπε ο Μαξ

τότε μου τυχαίνει το θαυμάσιο

ακούω τον ουρανό

πηγαίνω ανυπεράσπιστος    και ζω μ’ εκείνο το άξαφνο

που έρχεται ακροπατώντας.

Έτσι μπορώ να σμίξω το ποτάμι με το νερό

το κλαδί με τη θύελλα    την αυγή με το στήθος

τη μοναξιά     με τη γυναίκα.

Όλα μπορείς να τα σμίξεις όταν κοιτάζεις μέσα σου   είπε ο Μαξ.

Μα εσύ νομίζω δεν ακούς

εσύ είσαι ο πονεμένος

μες στα μάτια σου μες στη φωνή σου

υπάρχουν ανοιχτές πληγές

σε βλέπω να τραβάς για την αγάπη

το κορμί σου λιγνεύει μέρα τη μέρα

καθώς περπατάς    το κορμί σου λιγνεύει νύχτα τη νύχτα

καθώς περπατάς

ώσπου θα μείνεις ένας αέρας    που περπατάει τραβώντας για την αγάπη.

Όμως το αλάτι είναι μέσα στο νερό της θάλασσας

η ασπράδα είναι μέσα στο χιόνι.

Αγαπάς όταν ξεχνάς ποιος είσαι    είπε ο Μαξ.

Τότε άκουσα να ’ρχεται ξανά

εκείνη η μουσική   πού είπα πιο πάνω.

 

Αλλά τώρα εγώ πρέπει να φύγω    είπε ο Μαξ.

Κι εκείνη τη στιγμή σα να βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά

κι ανάμεσά μας να υπήρχε μια κλωστή απίστευτα τρυφερή

που  όλο τεντωνόταν.

Εγώ ήμουν πάντα μονάχος    είπε ο Μαξ.

Πρέπει να πάω τώρα στους ανθρώπους.

Ναι ο Μαξ ήταν μονάχος στον κόσμο

όπως ήταν μονάχος μες τα ρούχα του.

Δεν ξέρω αν το κορμί του Μαξ   ήταν όπως το δικό μου ή το δικό σας

όμως ο Μαξ πονούσε και χαίρονταν.

Αυτά τα λέω για κείνους που ίσως να πούμε

ο Μαξ είναι μια ιδέα ή ένα σύμβολο.

Όχι, όχι ο Μαξ είναι ένας άνθρωπος κι αυτός με σάρκα και οστά.

Αν κάποτε ο Μαξ πεθάνει εσείς κι εγώ θα γυρίσουμε πίσω

σ’ ένα κομμάτι έρημης θάλασσας περιμένοντας άγρυπνοι το κρέας του ψαριού

κάτω από την κατάρα της σελήνης

ενώ πράξεις απάνθρωπες θα ωριμάζουν μέσα μας με μια τρομαχτική ταχύτητα.

 

Τέλειωσα τούτο το γραφτό κι ο Μαξ με φίλησε.

Τώρα μπορώ να φύγω είπε.   Γεια σου σκύλε.

Γύρνα στο σπίτι σου υπάρχουν ακόμα όνειρα που σε περιμένουν.

Εγώ ήμουν δακρυσμένος

κι ο Μαξ στη γωνιά του δρόμου γινόταν ένα με το ξερό φως.

Έπειτα ήρθε το φθινόπωρο ο χειμώνας.

Έπειτα ήρθε τ’ άλλο καλοκαίρι.

Ήρθανε πολλά καλοκαίρια.

Και νομίζω πως το χέρι του Μαξ που ανυψώθηκε στερνή φορά χαιρετώντας

υπάρχει ακόμα εκεί μπορείς να το ιδείς κι εσύ αναγνώστη περνώντας από κείνο το μέρος

αρκεί να ’σαι καθαρός κι αλαφρύς

αρκεί να πιστεύεις κι εσύ στο πράσινο φως

στην πράσινη οργιαστική βλάστηση της αιωνιότητας

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΞ 1956]


ΠΟΙΗΤΗΣ μπορεί να είναι αυτό ή εκείνο ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ, όμως, οφείλει να τα προσέχει:

να τα λέει μόνο όταν χρειάζεται και με τον τρόπο που επιβάλλουν κάθε φορά οι περιστάσεις: όπως ο Μαξ και ο αφηγητής.

 Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΞ 1956,  η πρώτη συνθετική δουλειά του Τάκη Σινόπουλου, είναι ένα ποιητικό αφήγημα που χωρίζεται νοητά σε τρία μέρη που διαδέχονται ομαλά το ένα το άλλο. Στο πρώτο μέρος ο αφηγητής (που είναι ο Σκύλος…) γνωρίζει τον Μαξ (τον Ποιητή) και ακούει προσεκτικά τα λόγια του. Παρεμβαίνει σπανίως και μόνον για να περιγράψει τις χειρονομίες του συνομιλητή του ή τον χώρο στον οποίο κινείται. Έτσι, του δίνει την ευκαιρία να εκθέσει τις ιδέες και τη στάση του απέναντι στον κόσμο. Ο Μαξ γοητεύεται από τον ανώφελο χρόνο - ανήκει στη νύχτα -, είναι μοναχικός και φτωχότερος κι από τη φούχτα του καλόγερου, αρνείται την εξουσία – «είμαι έξω από τη σφαγή των αμνών και των λύκων» -, διακινδυνεύει ανά πάσα στιγμή τη ζωή του – «πολλές φορές περπάτησα πάνω σε τεντωμένο σκοινί» -  και έχει όραμα – «πιστεύει στην οργιαστική βλάστηση του μέλλοντος». Ο Μαξ εκπροσωπεί έναν καλλιτεχνικό και υπαρξιακό ιδανισμό που μπορεί να θέλγει, πλην δεν πείθει, στο ελάχιστο, τον αφηγητή. Το δεύτερο μέρος ξεκινάει όταν ο τελευταίος ομολογεί ταπεινά την αδυναμία του: «Μαξ του είπα μείνε με τα όνειρά σου εμένα άσε με να φύγω / να πάω με τα δικά μου τα όνειρα  / τα σκυλίσια μου όνειρα σ’ ένα τενεκέ σκουπιδιών»

Ποιητής ο Μαξ, σκύλος ο αφηγητής, θα συνεχίσουν τις ασύμπτωτες πορείες τους μετά από αυτή την αλληλοαναγνώριση ώσπου να εξαντληθεί ο διάλογός τους. Και να που, αίφνης, στο τρίτο μέρος η «αλληλοαναγνώριση» αποδεικνύεται πλαστή. Χωρίς να αλλάξουν τα ονόματα και οι ιδιότητες, αντιμετατίθενται οι αρμοδιότητες. Ο αφηγητής γράφει και ο Μαξ επιστρέφει στον δρόμο - ας μη παραβλέψουμε, μιλώντας πραγματολογικά, ότι το όνομά του συνηθίζεται πολύ σε σκύλους: «Τελείωσα τούτο το γραφτό κι ο Μαξ με φίλησε. Τώρα / μπορώ να φύγω είπε. Γεια σου σκύλε. Γύρνα στο σπίτι σου / υπάρχουν ακόμα όνειρα που σε περιμένουν. Εγώ / ήμουν δακρυσμένος κι ο Μαξ στη γωνιά του δρόμου / γινόταν ένα με το ξερό φως»

Συνοψίζω. Ο αφηγητής γνωρίζει τον Μαξ, η γνωριμία τους προκαλεί την αντίδρασή του και εκείνη με τη σειρά της αποκαλύπτει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες - έναν ηττοπαθή παρατηρητή και έναν ένθερμο ονειροπόλο. Η πρόζα χρησιμεύει στον Σινόπουλο για να χειριστεί με περισσότερη άνεση και μεγαλύτερη εμβέλεια το θέμα του ποιητικού εγώ, που απασχολεί το αφήγημα στο σύνολό του. Ο Μαξ είναι καθρέφτης του αφηγητή και τανάπαλιν. Ό,τι δεν μπορεί να γίνει εκ των πραγμάτων ο ποιητής, αναλαμβάνει να το υπερασπιστεί ο Μαξ και ό,τι, πάλι, διασώζεται ως πικρή αλλά ρεαλιστική δυνατότητα στην ποιητική συνείδηση, υποχρεώνεται να το υπομείνει ο αφηγητής. Το σπάσιμο του ποιητικού εγώ σε δύο, διαμέσου μιας φόρμας που δανείζεται τα μέσα της από την πεζογραφία, εξυπηρετεί τη σκηνοθεσία - τη μεταμφίεση - των ιδεών και την πειστική, μέσω μιας υποτυπώδους δράσης, κοινολόγησή τους. Από το σημείο αυτό, πάντως, και πέρα η πρόζα, με την αντιμετάθεση των ιδιοτήτων Μαξ και αφηγητή που είδαμε προηγουμένως, θα συμμορφωθεί με το ποιητικό αίτημα. Ο Σινόπουλος διηγείται μια ιστορία, βάζει τα πρόσωπά της να λύσουν τις διαφορές τους και στο τέλος μας τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια - ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμού ήταν, μας λέει, μια άσκηση αμφισημίας για κάτι πάνω στο οποίο ούτε ο δημιουργός δεν έχει καλά-καλά αποφασίσει. Ποιητής μπορεί να είναι αυτό ή εκείνο - Ίκαρος ή Πλούτων - τα λόγια του, όμως, οφείλει να τα προσέχει - να τα λέει μόνο όταν χρειάζεται και με τον τρόπο που επιβάλλουν κάθε φορά οι περιστάσεις: όπως ο Μαξ και ο αφηγητής [απόσπασμα από κριτικό σημείωμα του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου που με τίτλο Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ αναρτήθηκε στο Poeticanet]

Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ